- ἀλήθεια
- правда, истина
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)